-
1 соскочить
-очу, -очишь ρ.σ.1. πηδώ•соскочить с лошади πηδώ κάτω από το άλογο•
αναπηδώ, πετάγομαι επάνω.2. αποσπώμαι, βγαίνω, πέφτω.3. μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι (για αισθήματα, κατάσταση).
1 соскочить
соскочить с лошади πηδώ κάτω από το άλογο•